- άργητα
- η1) промедление; медлительность; 2) задержка, опоздание;
§ δεν είναι άργητα — это недолго, нетрудно (сделать)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ δεν είναι άργητα — это недолго, нетрудно (сделать)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άργητα — η βραδύτητα, καθυστέρηση: Δεν είναι άργητα να πάω να το φέρω αυτό που ξέχασες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀργῆτα — ἀργής bright masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάργητος — η, ο 1. αυτός που ήλθε χωρίς άργητα, χωρίς καθυστέρηση, έγκαιρα 2. αυτός που ενεργεί χωρίς να χρονοτριβεί 3. ακούραστος, άοκνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν * στερ. + άργητος άλλος τ. του αργητός, του οποίου ο αναβιβασμός του τόνου οφείλεται σ’επίδραση του… … Dictionary of Greek
μέση — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 504 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται Α της Βέροιας, σε απόσταση 64 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βέροιας. 2. Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 26 κάτ.) στην… … Dictionary of Greek
ἀργῆτ' — ἀ̱ργῆτο , ἀργέω to be unemployed imperf ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἀ̱ργῆτε , ἀργέω to be unemployed imperf ind act 2nd pl (doric aeolic) ἀργῆτε , ἀργέω to be unemployed pres imperat act 2nd pl (doric aeolic) ἀργῆτε , ἀργέω to be unemployed pres … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)